πετώ

πετώ
πετῶ, -άω, ΝΜ
1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί»)
2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.)
3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ.)
νεοελλ.
1. (για αεροπορικό ταξίδι) α) (για τον πιλότο) εκτελώ υπηρεσία, κάνω πτήση
β) (για τον επιβάτη) ταξιδεύω με αεροπλάνο («τί ώρα πετάς;»)
2. εκτοξεύω, εκσφενδονίζω («πετάει πολύ μακριά την πέτρα»)
3. διώχνω με βίαιο τρόπο («τόν πέταξα έξω από το γραφείο μου»)
4. εκδιώκω, απολύω ή μεταθέτω δυσμενώς κάποιον («τόν πέταξαν από τη θέση του»)
5. απορρίπτω κάτι, παύω να τό χρησιμοποιώ ως ακατάλληλο (α. «πέταξέ το αυτό το παλιοπουκάμισο» β. «πέταξέ τα στα σκουπίδια»)
6. (για φυτά) εκβλαστάνω («η μηλιά πέταξε φύλλα»)
7. μεταφέρω κάποιον με όχημα («πέταξέ με ώς την πλατεία»)
8. φρ. α) «πετάνε τα μυαλά του» — είναι φαντασμένος ή επιπόλαιος
β) «πέταξε το πουλί» — χάθηκε η ευκαιρία, είναι αργά πια για να γίνει κάτι
γ) «πετάω έναν λόγο» — κάνω κάποιον υπαινιγμό ή λέω κάτι προσβλητικό
δ) «πετώ τα μυαλά μου στον αέρα» — αυτοκτονώ με πυροβολισμό στο κεφάλι
ε) «πετάω μπόι» — ψηλώνω
στ) «πετάει το μάτι μου» — πάλλει αιφνίδια και παρατεταμένα το βλέφαρο μου
ζ) «πετάει - πετάει» — παιχνίδι, κατά το οποίο προσπαθεί κάποιος να παρασύρει τους συμπαίκτες να σηκώσουν το χέρι για να δείξουν ότι πετούν διάφορα ζώα ή πράγματα
η) «πετάει η καρδιά μου» ή «πετάει η καρδούλα μου» — δείχνω υπερβολική ζωντάνια ή έχω ζωηρή επιθυμία να κάνω κάτι
θ) «η ομάδα πετάει» — το σύνολο τών συνεργατών σημειώνει εξαιρετική επιτυχία σε αγώνισμα ή σε εκτέλεση έργου
ι) «πετάω τα λόγια μου» ή «τις κουβέντες μου» — μιλώ άκριτα, επιπόλαια και προκαλώ κακό
ια) «τού πετάω τα πράγματα έξω» — τού κάνω έξωση
ιβ) «τόν πετάω στον δρόμο» — τού κάνω έξωση ή δεν δείχνω καμιά φροντίδα γι αυτόν, τόν εγκαταλείπω ή τόν απολύω από την εργασία του
ιγ) «τής πέταξε τα μάτια έξω» — είχε συνουσία μαζί της με σκληρό και επώδυνο τρόπο
9. μέσ. πετιέμαι και πετιούμαι και πετάγομαι
α) πηγαίνω κάπου πολύ γρήγορα, τρέχοντας ή για λίγο μόνο (α. «πετάξου να μού φέρεις τσιγάρα» β. «θα πεταχτώ να σε δω για λίγο»)
β) σηκώνομαι από τη θέση μου απότομα («πετάχθηκε μόλις την είδε»)
γ) παρεμβαίνω άκαιρα ή με προπέτεια στη συζήτηση άλλων (α. «να μην πετιέσαι ὁταν μιλούν οι άλλοι» β. «τί πετάχθηκες στη μέση;»)
δ) υψώνομαι ή εκτοξεύομαι με ορμή (α. «το νερό πετάχθηκε ψηλά» β. «το αίμα πετάχθηκε ώς εδώ»)
10. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επιθ.) πεταμένος, -η, -ο
α) ριγμένος, άχρηστος («πεταμένα χαρτιά»)
β) μάταιος, άσκοπος (α. «πεταμένοι κόποι» β. «πεταμένα λεφτά»)
11. φρ. α) «πετιέμαι στον ύπνο μου» — έχω ανήσυχο ύπνο, τινάζομαι ασυναίσθητα κατά τον ύπνο μου
β) «πετιέμαι σαν κοκοράκι» ή «σαν ραπανάκι» — παρεμβαίνω με προπέτεια στη συζήτηση άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά από < πετάσω, επέτασα (μέλλ. και αόρ. του ρ. πετάννυμι) κατά το σχήμα: γελάσω - εγέλασα - γελώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πετώ — πετάω / πετώ, πέταξα βλ. πίν. 64 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πετώ — πέταξα, πετάχτηκα, πεταγμένος 1. πέτομαι, φτερουγίζω: Πετούν οι γλάροι στο γιαλό, πετούν τα γλαροπούλια. 2. κυματίζω, ανεμίζω στον αέρα: Πετάει η σημαία στην κορφή του καταρτιού. 3. μτφ., φεύγω γρήγορα: Πετάει ο καιρός, φεύγει ο καιρός. 4. μτβ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πετῶ — πετάννυμι fly fut ind act 1st sg (attic epic ionic) πετάννυμι fly pres imperat mp 2nd sg πετάννυμι fly pres subj act 1st sg (attic epic ionic) πετάννυμι fly pres ind act 1st sg (attic epic ionic) πετάννυμι fly imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτω — πέτομαι fly pres imperat mp 2nd sg πίπτω Exc. ex libris Herodiani aor subj act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπέτομαι — ἐπιπέτομαι (AM) (Μ και ἐπιπετάομαι) [πέτομαι] πετώ (α. «ἀετὸς ἐπιπτόμενος αἴσιος», Ξεν. β. «βέλος ἐπιπετασθέν», Ευστ.) αρχ. 1. πετώ από πάνω («ὃς ἄβραχα πεδία καρποφόρα τε γᾱς ἐπιπετόμενος ἰαχεῑ», Ευρ.) 2. πετώ, τρέχω με βιασύνη κάπου («καινὰ καὶ …   Dictionary of Greek

  • πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • αναπετώ — ( άω) (Α ἀναπετῶμαι και ἀναπέτομαι), (Μ ἀναπετῶ) πετώ προς τα επάνω, φεύγω πετώντας νεοελλ. 1. φεύγω ή χάνομαι γρήγορα, βιαστικά, εξαφανίζομαι 2. εξαντλούμαι γρήγορα, τελειώνω 3. πεθαίνω 4. (για τα μάτια) κάνω νευρικές συσπάσεις 5. παρουσιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • αποπέτομαι — ἀποπέτομαι (Α) 1. πετώ επάνω, πετώ μακριά 2. πετώ κι εξαφανίζομαι …   Dictionary of Greek

  • διαπέτομαι — (Α) [πέτομαι] 1. πετώ ανάμεσα, διατρέχω πετώντας 2. πετώ μακριά, εξαφανίζομαι 3. (για τη φήμη) πετώ προς όλες τις διευθύνσεις, διαδίδομαι παντού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”